- ἀπέδωκαν
- ἀποδίδωμιgive upaor ind act 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
дати — ДА|ТИ (>3000), МЬ, СТЬ гл. 1. Дать (давать) в руки, вручить: <ѹзьр>ѣ нища нага и печѩльна. и съвлъкъ сѩ дасть <ѥмѹ> одеждю свою. Изб 1076, 269; повелѣ нали˫ати вина юже ношаше викию и дати ѥмѹ. ЖФП XII, 51б; съньмъ прьстень съ рѹкы … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μελίσσειος — μελίσσειος, εία, ον, ουδ. και μελίσσιον (ΑM, Μ και μελίσσι[ο]ν) το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίσσ(ε)ιον 1. σμήνος μελισσών 2. κυψέλη μελισσών αρχ. αυτός που παρασκευάζεται από τις μέλισσες («οἱ δὲ ἀπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῡ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσείου… … Dictionary of Greek
πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά … Dictionary of Greek
προμαντεία — και ιων. τ. προμαντηΐη και δελφ. τ. προμαντηΐα, ἡ, Α [προμαντεύω] το δικαίωμα τού να ρωτά κανείς το μαντείο πρώτος («Δελφοὶ ἀπέδωκαν Ναξίοις τὰν προμαντηΐαν», επιγρ.) … Dictionary of Greek